Βαγιάν, Ογκίστ Νικολά — (Auguste Nicola Vaillant, 1793 1858). Γάλλος ναυτικός. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και σύντομα έγινε αξιωματικός. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην Ολλανδία ως υπολοχαγός του πυροβολικού, αλλά το 1816 καθαιρέθηκε με την κατηγορία ότι ήταν… … Dictionary of Greek
Κόδριγκτον, Έντουαρντ — (Edward Codrington, 1770 – 1851). Άγγλος ναύαρχος. Εκπαιδεύτηκε στο κολέγιο του Χάρι και κατατάχτηκε στο ναυτικό το 1783. Διακρίθηκε στον βομβαρδισμό του Φλίσινγκεν και στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ως κυβερνήτης του πολεμικού Ωρίων, ενώ… … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek
Νικολούδης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από τους Λάκκους Κυδωνίας της Κρήτης της οποίας τα μέλη έδρασαν κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση του 1821. 1. Γεώργιος. Αρχικά πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλίτης του σώματος του Σαρηδαντώνη και διακρίθηκε στα… … Dictionary of Greek
Ντεριγνί — Βλ. λ. Δεριγνί … Dictionary of Greek
Χέιδεν, Λογγίνος — (1772 – 1850). Ρώσος ναύαρχος, ολλανδικής καταγωγής. Ως αξιωματικός του ολλανδικού ναυτικού, ο X. διακρίθηκε καταδιώκοντας τους πειρατές στη Μεσόγειο. Το 1810, κατατάχθηκε στο ρωσικό ναυτικό και το 1817 έγινε ναύαρχος. Το 1817, οι Ρώσοι τον… … Dictionary of Greek